- αντίπερα
- επίρρ. τοπ., στο πέρα μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ: Με μεγάλη δυσκολία διάβηκαν αντίπερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντιπέρα — ἀντιπέρᾱ , ἀντιπέρα fem nom/voc/acc dual ἀντιπέρᾱ , ἀντιπέρα fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπερα — (Α ἀντίπερα, πέραν, πέρην, πέρας Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν) επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ («ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»). αρχ. ως επίθ. «Ἀσίδα τ ἀντιπέρην τε» την ασιατική και… … Dictionary of Greek
ἀντιπερᾷ — ἀντί περάω 1 drive right through pres subj mp 2nd sg ἀντί περάω 1 drive right through pres ind mp 2nd sg (epic) ἀντί περάω 1 drive right through pres subj act 3rd sg ἀντί περάω 1 drive right through pres ind act 3rd sg (epic) ἀντί περάω 2 fut ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπερα — ἀντίπερας indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπεράσας — ἀντιπερά̱σᾱς , ἀντί , περί ἀσάω glut oneself imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀντιπεράσᾱς , ἀντί , περί ἀσάω glut oneself imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀντιπερά̱σᾱς , ἀντί περάω 1 drive right through pres part act fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπεράσῃ — ἀντιπερά̱σῃ , ἀντί , περί ἄω 3 satiate aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀντιπερά̱σῃ , ἀντί , περί ἄω 3 satiate fut ind mid 2nd sg ἀντιπερά̱σῃ , ἀντί , περί ἥδομαι swad aor subj mid 2nd sg (doric) ἀντιπερά̱σῃ , ἀντί περάω 1 drive right… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέρας — ἀντιπέρᾱς , ἀντιπέρα fem acc pl ἀντιπέρᾱς , ἀντιπέρα fem gen sg (attic epic doric aeolic) ἀντιπέρᾱς , ἀντιπέρας over against indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέραν — ἀντιπέρᾱν , ἀντιπέρα fem acc sg (attic epic doric aeolic) ἀντιπέρᾱν , ἀντιπέρας over against indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπεράσαντες — ἀντιπερά̱σαντες , ἀντί περάω 1 drive right through aor part act masc nom/voc pl (attic) ἀντιπερά̱σαντες , ἀντί περάω 1 drive right through aor part act masc nom/voc pl (doric aeolic) ἀντί περάω 2 aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέραθεν — ἀντιπέρᾱθεν , ἀντί περάω 1 drive right through aor ind pass 3rd pl (attic epic) ἀντιπέρᾱθεν , ἀντί περάω 1 drive right through aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)